72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος δέκατο)

2024-08-09

καλός είμαι, ε?

κοιτάζω την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη. είναι από από αυτούς τους περίεργους καθρέφτες που είναι από φτηνό υλικό και ανάλογα σε ποιο σημείο στέκεσαι αλλάζει κάπως η μορφή σου. σε ένα σημείο μοιάζω κοντόχοντρος. σε ένα άλλο ψηλόλιγνος. σε ένα άλλο το κεφάλι μου μοιάζει τεράστιο. νιώθω σαν να είμαι σε λούνα παρκ.

ίσως να φταίνε τα δύο ποτήρια ρούμι που κατέβασα γρήγορα για να μουδιάσω λιγάκι. τα τελευταία από το απόθεμά μου. ίσως τελικά να είμαι απλά κοντόχοντρος.

έχω ιδρώσει χίλιες φορές και άλλες χίλιες έχει στεγνώσει ο ιδρώτας πάνω μου, μόνο για να ξεκινήσω να ιδρώνω ξανά από την αρχή. κάνω έναν μορφασμό χάρη στις σκέψεις μου. σκέφτομαι τους λόγους που συμπεριφέρομαι έτσι. μια ζωή μέσα στο άγχος πριν συναντήσω μια γυναίκα.

από το πρώτο μου εφηβικό ραντεβού μέχρι και την τελευταία φορά που συνόδευσα κάποια. τρεις δεκαετίες άγχους. γιατί? ο πατέρας μου επέμενε να μου υπενθυμίζει πόσο μετράει η πρώτη εντύπωση. αυτός φταίει για όλα. αν με άκουγε ο ψυχολόγος μου θα έλεγε πως πάλι επιλέγω να κατηγορήσω τον πιο προφανή και ευκολότερο στόχο.

ανοίγω την πόρτα του δωματίου. σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο έτοιμος από ότι τώρα, οπότε δεν έχω άλλη λύση από το να πάω. παίρνω μια βαθειά ανάσα καθώς κατεβαίνω τα σκαλιά και οδηγούμαι προς το πάρκινγκ.

μοιάζει να με περιμένει ώρα. δεν έχει φτάσει στο σημείο του εκνευρισμού όμως. το βλέπω στο χαμόγελό της. με υποδέχεται με μια αγκαλιά και με αφήνει να αγγίξω την πλάτη της όσο την ανταποδίδω. φοράει ένα μαύρο φόρεμα που κρατιέται στους ώμους της από δύο τιράντες και ίσα που περνάει τα γόνατα της αποκαλύπτοντας τα τόσο όμορφα πόδια της που καταλήγουν σε ένα ζευγάρι χοντροκομμένα λευκά αθλητικά παπούτσια.

"άρχισα να ανησυχώ ότι δεν θα εμφανιστείς!"

της χαμογελάω.

"νομίζω ότι ξέχασα να ρυθμίσω το ρολόι μου για την ώρα της επαρχίας..."

κουνάει το κεφάλι της και μου κάνει νόημα να ξεκλειδώσω το αμάξι για να μπει.

"το μπαρ είναι λίγο πιο κάτω από την κάβα, περαστικέ!"

χαζεύω λιγάκι το φόρεμά της και τα πόδια της και την περίεργη επιλογή παπουτσιών που έχει κάνει.

"ξέρω. έχω δύο μέρες εδώ και έχω μάθει όλα τα κατατόπια."

νιώθω το βλέμμα της πάνω μου όσο οδηγάω. η διαδρομή δεν πρέπει να είναι πάνω από είκοσι λεπτά αλλά ο τρόπος που με κοιτάει και όλα όσα νιώθω χάρη σε αυτόν το κάνει να μοιάζει με αιωνιότητα.

"λοιπόν? πιστεύεις πως σου έκανε καλό που ήρθες εδώ έξω?"

ρίχνω μια πεταχτή ματιά προς το μέρος της.

"καλό... με ποια έννοια?"

γέρνει όσο το δυνατόν περισσότερο πίσω στο κάθισμα του συνοδηγού.

"όσοι έρχονται εδώ το κάνουν για να δραπετεύσουν για λίγο από τις ζωές τους. για να ξεφύγουν. πρέπει να είσαι ο μοναδικός που έχει περάσει από αυτά τα μέρη που αντί να τρέχει μακριά, μοιάζει να ψάχνει για κάτι."

"ναι, ε?"

κουνάει το κεφάλι της επιδεικτικά καταφατικά.

"δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω στην ερώτησή σου ακόμα..."

"εντάξει. θα επανέλθουμε σε αυτό."

συνεχίζω την οδήγηση στο σκοτεινό δρομάκι ανάμεσα από τα δέντρα. περνάμε την κάβα. τα φώτα της παγιδεύει τα βλέμματά και την δύο για λιγάκι και τα δικά μου σχεδόν άμεσα επιστρέφουν στη πορεία μας.

"εκεί που πάμε... είναι κόσμια?"

αφήνει ένα γέλιο να βγει ανεξέλεγκτα το οποίο καταλήγει σε ήχο γουρουνιού.

"κόσμια? φυσικά! ετοιμάσου να σε κοιτάνε όλοι και να επιπλέον να συζητάνε για σένα όλοι."

"γιατί να το κάνουν αυτό?"

"γιατί το πάρτι στο οποίο πηγαίνουμε γίνεται κάθε χρόνο εδώ και δέκα χρόνια και είσαι το μοναδικό νέο πρόσωπο που θα εμφανιστεί σε αυτό εδώ και πολλά χρόνια."

κουνάω το κεφάλι μου όσο γεμίζει με άγχος.

"μην ανησυχείς, περαστικέ. το προηγούμενο άτομο που ήταν καινούριο πριν από εσένα ήμουν εγώ."

ανοίγει την τσάντα της και βγάζει δύο ψηλά τακούνια από μέσα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

"και λέγανε πράγματα και για σένα?"

φέρνει το κορμί της μπροστά και απλώνει το χέρι της στα πόδια της.

"είμαι μια τριανταφεύγα χωρισμένη μάνα. εσύ τι λες?"

τραβάει το ένα αθλητικό από το πόδι της.

"και πόσα χρόνια κράτησαν όλα αυτά τα σχόλια?"

και στη θέση του βάζει το αντίστοιχο τακούνι.

"πόσα? όλα!"

τώρα βγάζει και το άλλο και το ζευγαρώνει και τα κρύβει μέσα στη τσάντα της.

"και τι πρέπει να συμβεί για να σταματήσουν τα σχόλια?"

και φοράει και το δεύτερο τακούνι.

"να έρθει κάποιος καινούριος στη πόλη, φυσικά!"

πιάνει την τσάντα της, ανοίγει την πόρτα και πηδάει έξω γεμάτη ενέργεια και μου κάνει νόημα να πάω κι εγώ.

νιώθω εξαπατημένος.

αλλά αλίμονο μου αν δεν ακολουθούσα μια τόσο ενδιαφέρουσα γυναίκα οπουδήποτε.

μερικά δευτερόλεπτα μετά, είμαι μες στο μπαρ. δεν παρατηρώ τα βλέμματα όσων είναι ήδη εκεί γιατί τα μάτια μου ψάχνουν εκείνη. βλέπω τον τυπά με το τετράγωνο μούσι από την κάβα. με κοιτάει με μισό μάτι. αδιαφορώ και τον προσπερνάω.

κατευθύνομαι προς το βάθος και τη βλέπω στην άκρη του μπαρ να προσπαθεί να κάνει νόημα στον μπάρμαν ο οποίος ξεκάθαρα πάσχει από κάποια εγκεφαλική βλάβη γιατί μοιάζει να του διαφεύγει η ύπαρξή της. όταν επιτέλους βγάλει άκρη, μου κάνει νόημα μανιωδώς να διαλέξω τι θα πιω και παραγγέλνει γεμάτη ενθουσιασμό.

πιάνουμε μια σκοτεινή γωνιά για να πιούμε τα ποτά μας.

"πιες για να χαλαρώσεις."

ανατριχιάζω κάθε φορά που με πλησιάζει για να μου μιλήσει με σκοπό να ακουστεί από τη βαβούρα.

"ήπια ήδη δύο στο ξενοδοχείο!"

έρχεται τόσο κοντά μου, που μπορώ να μυρίσω το δέρμα της.

"εγώ είχα τόσο άγχος που ήπια μισό μπουκάλι!"

γελάμε και οι δύο λιγάκι αμήχανα.

"μισό! εσύ έμαθες για τη συμπεριφορά του κόσμου προς τους ξένους στο δρόμο για το μπαρ!"

"ναι, και?"

"για ποιο λόγο είχες άγχος και έπινες?"

μια χαρά.

δεν απαντάω. τι λες σε μια τέτοια περίπτωση? σε πιάσανε στα πράσα. γίνεται αντιληπτή η απουσία απάντησης. κλείνει τα μάτια της και σφίγγει τα χείλια της για να μη χαμογελάσει και κουνάει το κεφάλι της.

όσο περιμένω να ανοίξει η γη να με καταπιεί γυρνάω και κάνω νόημα στον μπάρμαν να μας φέρει ακόμα μια γύρα. η βραδιά προβλέπεται μεγάλη.

δεν στέκεται πολύ σε αυτό. πλησιάζει κάθε τρεις και λίγο στο αυτί μου και μου εξηγεί ποιος είναι ο καθένας που περνάει από μπροστά μας και μας κοιτάζει επίμονα. ένα who's who αυτής της μικρής επαρχιακής πόλης.

φυσικά δε λείπουν και τα γνωστά πρόσωπα. ο τυπάς από το ξενοδοχείο με το δίμετρο μοντέλο κλέβουν τα βλέμματα για λιγάκι μέχρι να αποσυρθούν και αυτοί σε κάποια σκοτεινή γωνία. ο υπάλληλος της κάβας στέκεται ανάμεσα σε μια παρέα από ομοίους του. ενωμένοι από κοινά χαρακτηριστικά όπως ξεφτισμένα τζιν παντελόνια και λευκές φανέλες και υπερβολικό ματσιστικό μπραβάντο. νομίζω ότι αυτοί μας κοιτάνε πιο επίμονα απ' όλους. αλλά δε δίνω σημασία.

είναι δύσκολο να κρατήσει κάτι την προσοχή σου για πολλή ώρα εδώ μέσα. ειδικά όταν η μικρή ξανθιά και η παρέα της δίνουν μια μεθυσμένη παράσταση στη μέση του μπαρ. δεν επιτρέπεται να είναι εδώ μέσα, αλλά υποθέτω ότι οι αστυνομικοί που κάθονται στο μπαρ δεν θα σηκωθούν να τις βγάλουν έξω. και ενώ είναι πολύ μικρές για να πίνουν, κατά κάποιο τρόπο τα ποτήρια στα χέρια τους είναι πάντοτε γεμάτα. κερασμένα από τους θεατές που κατάφεραν να σαγηνεύσουν με τα μικρά τους άουτφιτ με αντάλλαγμα ένα δευτερόλεπτο της προσοχής τους. μπλούζες κομμένες με το χέρι, ξεχειλωμένες αποκαλύπτουν τα πολύχρωμα μαγιό τους από κάτω που ντουμπλάρουν ως εσώρουχα και κορδόνια που κρέμονται και αφήνουν τα μυαλά όλων των αρσενικών γύρω τους να οργιάζουν για το πόσο εύκολο θα ήταν να βρεθούν γυμνές μπροστά σου... με το τράβηγμα ενός κορδονιού. σαν να τραβάς την κορδέλα που τυλίγει ένα δώρο...

εκείνες μοιάζουν να τα αγνοούν όλα αυτά. παγιδευμένες ακόμα στα τελευταία χρόνια της εφηβικής αθωότητάς τους δε γνωρίζουν ακόμα το μέγεθος της ζημιάς που είναι ικανές να προκαλέσουν. αν η φύση ακολουθήσει τη πορεία της κατά γράμμα, θα το μάθουν σύντομα. με το που ραγίσουν την πρώτη τους καρδιά. τότε θα μάθουν πόση δύναμη έχουν. πόσο επικίνδυνες μπορούν να είναι.

μέχρι τότε, θα είναι απλώς παιδιά που σπάνε τους κανόνες της εφηβείας μόνο όταν θα κοιτάνε κρυφά από το χείλος του γκρεμού προς την κατεύθυνση που αφελώς αποκαλούν αλητεία και θα χαζοφέρνουν.

σαν μια χειροβομβίδα ανάμεσα από πράσινα μήλα. από απόσταση μοιάζουν όλα το ίδιο ακίνδυνα.

"που πετάει το μυαλό σου?"

αγγίζει το ποτήρι της στα χείλη της.

"χμμ? πουθενά! παρατηρώ!"

είναι δύσκολο να μην χαζεύω τον τρόπο που αντανακλούν μέσα από το γυαλί.

"το κάνεις πολύ αυτό, ε?"

κουνάω το κεφάλι μου.

"έχεις δύο όψεις το ξέρεις?"

τελειώνω το ποτό μου με μια γουλιά και της χαμογελάω.

"δύο όψεις?"

μιμείται την κίνησή μου και κάνει ακριβώς το ίδιο.

"ναι! η μία είναι εκείνη που είναι φωτεινή και λίγο αγχώδης, σαν ένας αβγαλτος έφηβος..."

γελάω δυνατά μαγεμένος από την περιγραφή της.

"και η άλλη?"

"η άλλη είναι πιο σκοτεινή... μυστήρια, σχεδόν απόμακρη. ότι πληροφορία σου δίνει η φωτεινή πλευρά, κρύβεται από τη μαυρίλα της σκοτεινής..."

σηκώνω τα χέρια μου προσποιούμενος ότι είναι ένα τέρας από τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου, κοροϊδεύοντάς τη.

"πόσο πιο ποιητικά θα μπορούσε να το εκφράσει μια καθαρίστρια ενός ξενοδοχείου στη μέση του πουθενά..."

με χτυπάει στον ώμο χωρίς να χρησιμοποιεί όλη της τη δύναμη.

"σειρά σου!"

κουνάω το κεφάλι χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί.

"για τι?"

με κοιτάζει γεμάτη ζεστασιά.

"πες για μένα τώρα!"

δύσκολο. σοβαρεύω για να της δείξω ότι δεν είναι καλή η ιδέα της.

"καλύτερα όχι."

βάζει τα χέρια της στο γιακά από το πουκάμισό μου και τον τραβάει.

"ελαααααα! γιατί?"

νιώθω τόσο τέλεια που είναι τόσο κοντά μου και λυγίζω και της χαμογελάω.

"δεν είμαι πολύ καλός σ' αυτό..."

κάνει ένα βήμα πίσω και σηκώνει το φρύδι της.

"που τα πουλάς αυτά? έχεις ένα κρεβάτι γεμάτο σημειώσεις που έχουν περιγραφές ανθρώπων και γεγονότων... μη μου λες ότι δε μπορ--"

γέρνω το κεφάλι μου με υποψία.

"ώστε διάβαζες τις σημειώσεις μου, ε? κάτσε να σε αναφέρω στη διεύθυνση!"

"μη το γυρνάς στη πλάκα! μιλάω σοβαρά!"

της γυρίζω τη πλάτη και κοιτάω στο μπαρ να ανανεώσω τα ποτά μας. βάζει τα χέρια της πλάτη μου και με τραβάει.

"τι θέλεις?"

"θέλω να μου πεις τι νομίζεις... για μένα."

γυρίζω προς το μέρος της.

"έχει σημασία?"

"για εμένα, ναι! έχει!"

"και αν δεν σου αρέσει αυτό που θα πω?"

το ένα χέρι της στο γιακά μου. νομίζω ότι διορθώνει τη θέση του.

"τότε σίγουρα έχει!"

καταφθάνουν τα ποτά μας.

"πες!"

φτάνω να πιάσω το ποτήρι μου στο χέρι και με εμποδίζει. προσπαθώ να το αποφύγω... αλλά δε με αφήνει.

"ΠΕΣ! ΤΩΡΑ!"

"νομίζω ότι είναι αδικία."

όλες οι κινήσεις της έρχονται σε παύση.

"τι πράγμα?"

"αυτό που κάνεις στον εαυτό σου. είσαι ικανή για τόσα πολλά και θάβεις τον εαυτό σου με το να μένεις εδώ. χωρίς προοπτική, χωρίς εξέλιξη. χωρίς τίποτα. δραπέτευσες από το ένα μέρος και απλά φυλάκισες τον εαυτό σου σε ένα άλλο. οπότε μάλλον θεωρώ ότι είναι κρίμα. μια όμορφη και έξυπνη και ικανή γυναίκα στη μέση του πουθενά καθαρίζει δωμάτια ξενοδοχείου."

νομίζω ότι τα κομπλιμέντα μου υπερτερούν της κριτικής. άλλωστε τα ζύγισα τόσο σωστά μέσα στο μυαλό μου. με τρόπο που να ισορροπούν. αυτό που πιθανότατα να μου διέφυγε είναι ότι όταν λες ακόμη και ένα άσχημο πράγμα σε μια γυναίκα και χίλια καλά να ακολουθήσουν, το μόνο που θα κρατήσει είναι το πρώτο. ένα αρνητικό ισούται με το βάρος μιας φάλαινας. και χίλια θετικά με το βάρος χιλίων φτερών.

αφήνει το ποτό της στη μέση και φεύγει. αφήνοντάς με να χαμογελάω σαν ηλίθιος που νομίζει ότι είπε κάτι έξυπνο.

δευτερόλεπτα μετά καταλαβαίνω ότι έκανα μαλακία. νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει από ντροπή. και κάνω κίνηση να την ακολουθήσω...