72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος δεύτερο)

2024-06-28

προσποιούμαι ότι ξέρω κάποιες από τις μάρκες από την ποικιλία του αλκοόλ που κοσμεί τα ράφια της απόμερης κάβας. τα δάχτυλά μου περνάνε ένα ένα από τον λαιμό του κάθε μπουκαλιού και αφήνουν ίχνη στη σκόνη που έχει μαζευτεί πάνω τους.

ο τύπος με το τετράγωνο μούσι που στέκεται πίσω από το ταμείο με κοιτάζει με μισό μάτι. πιθανότατα να νομίζει ότι θα κλέψω κάτι, αλλά τα χρόνια που βουτούσα μπουκάλια και έτρεχα έχουν περάσει προ πολλού. τώρα είμαι απλά αναποφάσιστος.

ίσως και το γεγονός ότι ξοδεύω τόσο χρόνο εδώ μέσα να είναι μια μορφή κωλυσιεργίας. ο θεός ξέρει πόσες έχω εφεύρει τον τελευταίο καιρό. το μυαλό μου, τα συναισθήματά μου... η καρδιά μου... απλώθηκαν παντού. στα πάντα εκτός από αυτό που θα έπρεπε να κάνω.

σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια μέσα σε δευτερόλεπτα και μετά αντικρίζω το βλέμμα μου στην αντανάκλαση των μπουκαλιών. ίσως θα έπρεπε να μην είχα κάνει τίποτα. ίσως θα έπρεπε να είχα μείνει κλεισμένος μέσα και να δούλευα. όταν κυκλοφορώ οι μπελάδες έχουν έναν περίεργο τρόπο να με βρίσκουν.

αλλά άμα θέλεις οι μπελάδες σε βρίσκουν και άμα δεν κυκλοφορείς. άλλωστε, όλα τα προβλήματα του ανθρώπου ξεκινάνε από την ανικανότητά του να μείνει ήσυχος κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. έτσι δε λένε?

"δεν πρέπει να είσαι από αυτά τα μέρη, ε?"

μια φιλική φωνή με επαναφέρει στη πραγματικότητα.

"όχι. δεν είμαι από δω."

απαντώ χωρίς να κοιτάξω.

"περαστικός ή ήρθες για να μείνεις?"

"περαστικός."

γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω την ύπαρξη στην οποία αντιστοιχεί η φωνή. είναι χαμογελαστή σχεδόν σαν να με κοροϊδεύει, αλλά χωρίς να χάνει τη φιλικότητά της. ντυμένη με ένα ελαφρύ μπλουζάκι και τζιν παντελόνι με ρωτάει αν χρειάζομαι βοήθεια.

της είπα ότι ψάχνω κάτι γνωστό να πιω και μου λέει να την ακολουθήσω στο βάθος του μαγαζιού υπό το αποδοκιμαστικό βλέμμα του τυπά στο ταμείο.

"το καλό πράγμα είναι εδώ πίσω. για τους ντόπιους."

επιτέλους, οι παιδικοί μου φίλοι! ο Τζόνι και ο Τζακ, ο Τζιμ, ακόμα και ο Χοσέ. όλοι τους εδώ.

"ποιο είναι το δηλητήριο σου, περαστικέ?"

"ουίσκι."

ανεμίζει το χέρι της σαν παρουσιάστρια σε τηλεπαιχνίδι μπροστά από μια σειρά από ράφια γεμάτα με μπουκάλια από ουίσκι.

εγώ στρέφω την προσοχή μου προς άλλη κατεύθυνση.

"ουίσκι το χειμώνα, ρούμι το καλοκαίρι."

σηκώνει τους ώμους της και αφού την ευχαρίστησα για τις γνώσεις της μου λέει πως χάρηκε που με βοήθησε.

φτάνω στο ταμείο με δύο μπουκάλια και ο τυπάς με κοιτάει καρφωτά όσο πατάει τα κουμπιά στη ταμειακή. σαν να παίζουμε αυτό το παιχνίδι που όποιος κλείσει τα μάτια του πρώτος χάνει.

παίρνω τα ρέστα μου και τα λάφυρα και αποχωρώ προς το σκοτάδι αφήνοντας πίσω μου την κάβα και την όμορφη και ευγενική κυρία.

φτάνω στο δωμάτιό μου και γεμίζω ένα πλαστικό ποτήρι μέχρι την κορυφή.

χρειάζονται μόλις δύο γουλιές για να νιώσω ο εαυτός μου.

το μόνο που μένει είναι βρω μερικούς μπελάδες για να μπλέξω.