72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος έκτο)

2024-07-18

ο νεαρός που επανδρώνει το ταμείο στη κάβα μοιάζει έκπληκτος που μόλις μπήκα μέσα, χάραξα πορεία για το πίσω δωμάτιο. το δωματιάκι που κρύβουν όλες τις καλές μάρκες αλκοόλ για τους ντόπιους σε σχέση με τη σαβούρα που πουλάνε σε τουρίστες και περαστικούς στο υπόλοιπο μαγαζί.

αφού σκανάρω το μαγαζί να δω μήπως παραμονεύει καμιά γνωστή φυσιογνωμία, φορτώνομαι με μπουκάλια γεμάτα ρούμι και βότκα και δεν απαντάω όταν με ρωτάει ευγενέστατα αν χρειάζομαι βοήθεια.

ο πιτσιρικάς με κοιτάει σχεδόν έντρομος, φοβούμενος ότι θα τα πάρω και θα φύγω μέχρι που τα ακουμπάω μπροστά του. το αμούστακο πάνω χείλος του προδίδει ότι δε θα είναι ούτε μια μέρα πάνω από δεκάξι. παρ' όλ' αυτά, κάποιος υπεύθυνος ενήλικας θεώρησε σωστό να τον αφήσει να πουλάει αλκοόλ και τσιγάρα σε περαστικούς μέσα στο καταμεσήμερο.

τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου. με το δίκιο του. ξύπνησα τόσο απότομα που το πρόσωπό μου πρέπει να έχει γίνει διπλάσιο από το πρήξιμο και τα μάτια μου κατακόκκινα επειδή δεν θυμάμαι που άφησα τα γυαλιά μου.

αρπάζω ένα ζευγάρι από ένα σιδερένιο ραφάκι δίπλα από το ταμείο και τα φοράω κατευθείαν με τα αυτοκόλλητα επάνω στους φακούς. ακόμα και έτσι, τώρα μοιάζω πιο φυσιολογικός.

"θα θέλατε τίποτα άλλο?"

ναι, λίγη μεθαδόνη αν υπάρχει.

το λέω από μέσα μου, φυσικά και παράλληλα αναρωτιέμαι αν το έλεγα φωναχτά πως θα αντιδρούσε ο πιτσιρικάς. φοβάμαι ότι θα έβγαζε μια βαλίτσα κάτω από το ταμείο και θα...

"όχι, ευχαριστώ."

του δίνω τα λεφτά και φεύγω.

στο πάρκινγκ, αφού ανοίξω το ένα μπουκάλι (στην τύχη) για να πιω δύο γουλιές να νιώσω ζωντανός, πλησιάζω το αυτοκίνητό μου από τη πλευρά του συνοδηγού, για να ανοίξω και να ξαπλώσω απαλά στο κάθισμα του συνοδηγού τα αγαπημένα μου μπουκάλια. μερικά μέτρα πιο πίσω, στέκονται τέσσερα νεαρά κορίτσια δίπλα σε ένα αυτοκίνητο με κατεβασμένη την οροφή. κοιτάνε τα κινητά τους, μασάνε τα καλαμάκια από τους καφέδες τους και μιλάνε μεταξύ τους και ρίχνουν μερικές κλεφτές ματιές προς το μέρος μου και γελάνε.

στην αρχή, νομίζω ότι τα καημένα δεν μπορούν να αντισταθούν στη γοητεία μου. μετά από μερικά δευτερόλεπτα πονηρεύομαι, όμως. αναρωτιέμαι στον εαυτό μου.

"τι μπορεί να έχω εγώ, που θα το ήθελαν αυτές?"

το χτύπημα των μπουκαλιών διαλύει τα σύννεφα των φαντασιώσεων που κάνω και όσο κάνω τον κύκλο του αυτοκινήτου να πάω από τη πλευρά του οδηγού, μια από τις νεαρές κοπέλες με πλησιάζει.

"γεια!"

την κοιτάζω έκπληκτος. το θράσος της με αιφνιδιάζει.

τρίβει τα λευκά της παπούτσια στο χώμα του πάρκινγκ προδίδοντας την αγωνία της και μπροστά της σχηματίζεται ένα μικρό ημικύκλιο.

"σε έχω ξαναδεί κάπου, έτσι?"

έχει ένα αγγελικό χαμόγελο. ένα αγγελικό προσωπάκι. γενικά όλα πάνω της μοιάζουν αγγελικά. έχω μάθει βέβαια, ότι όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν προς μια κατεύθυνση, θα ήταν σοφό να κοιτάς προς την αντίθετη.

"δεν νομίζω."

σπεύδω να ανοίγω την πόρτα να αποφύγω να συνεχιστεί η συζήτηση.

"εγώ νομίζω ότι σίγουρα σε έχω ξαναδεί. δεν είσαι από αυτά τα μέρη?"

"όχι. είμαι περαστικός."

συνεχίζει να χαμογελάει. μου δημιουργεί το άγχος ότι έχω πέσει σε κάποια παγίδα και δεν το έχω καταλάβει.

"αααα! διάλεξες τέλειο μέρος να κάνεις μια στάση."

κουνάω το κεφάλι μου, δείχνοντάς της ότι συμφωνώ.

εκείνη γυρίζει προς τα πίσω και κοιτάζει τις φίλες της, οι οποίες την προτρέπουν να μου πει κάτι.

"ξέρεις, εγώ και οι φίλες μου, θέλαμε μια χάρη."

παρατηρώ πως δεν μοιάζουν και τόσο με αγγελικά πλάσματα αλλά περισσότερο με ύαινες μες στη άγρια ζούγκλα.

"χάρη? από εμένα?"

τα μάτια τους με καρφώνουν...

"ναι! απόψε μετά τα μεσάνυχτα, κλείνουμε τα δεκαοχτώ..."

"όλες μαζί?"

ξεσπάει στα γέλια όταν καταλαβαίνει το λάθος της. αλλά η μικρή έχει τσαγανό. σφίγγει τις γροθιές της και σουφρώνει τα φρύδια της αποφασιστικά...

"ναι! όλες μαζί!"

ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθομαι μέσα.

"σας εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου χρόνια πολλά."

πλησιάζει την πόρτα πριν προλάβω να την κλείσω.

"εεει? περίμενε! είπαμε μήπως θα μπορούσες να πας μέσα να μας πάρεις και εμάς μερικά ποτά. για να το γιορτάσουμε απόψε... ή να μας δώσεις ένα από τα δικά σου..."

"να αγοράσω αλκοόλ για ανήλικα! είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αυτό είναι παράνομο."

το πρόσωπό της αλλάζει. δεν ξέρω πως γίνεται αυτό. αλλά τώρα δεν μοιάζει πια με το αγγελούδι που έμοιαζε πριν λίγο.

"ναι, ενώ το να οδηγάς ενώ έχεις πιει, δεν είναι, ε?"

μαζεύω το πόδι μου μέσα στο αυτοκίνητο και κλείνω την πόρτα.

"και ποιος σου είπε ότι θέλω να κάνω δύο παράνομες πράξεις? νιώθω απόλυτα άνετα έχοντας κάνει μία. δεν χρειάζομαι άλλες."

ακουμπάει στο ανοιγμένο παράθυρο μου και έρχεται πολύ κοντά μου. πολύ πιο κοντά απ' όσο θα έπρεπε. το δάχτυλο της αγγίζει το χέρι μου που ήταν κοντά στο παράθυρο και εγώ το παίρνω γρήγορα και το ακουμπάω στο τιμόνι.

"ελααααα! πες μου τι θέλεις να κάνω για να σε πείσω..."

τα λόγια της βγαίνουν από τα χείλη της όλο και πιο συρτά, οι λέξεις της ξύνουν τον λάρυγγά της σαν να μου ψιθυρίζει ένα ξόρκι.

είμαι τόσο τυχερός που έχω ωριμάσει και η αυτοσυγκράτησή μου λειτουργεί τέλεια.

"λυπάμαι. αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω."

βάζω μπροστά το αυτοκίνητο και κάνω όπισθεν όσο στέκεται ακίνητη με σταυρωμένα τα χέρια της.

λίγο πριν φύγω πετάω φρένο και βγάζω το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο.

"υπάρχει ένας νεαρός εκεί μέσα που σίγουρα θα ενδιαφέρεται να δει τι μπορείς να κάνεις για να τον πείσεις."

επιστρέφω στη θέση μου και φεύγω τραβώντας ένα μπουκάλι μέσα από τις σακούλες και πίνοντας δύο τζούρες ακόμη.

"αυτό το ποτό το κέρδισα με το σπαθί μου!"