72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος ενδέκατο)

2024-08-18

έχω ένα χάρισμα...

πάντα το λέγαμε με τους παιδικούς μου φίλους. συνήθως το λέγαμε γελώντας, αφού φυσικά είχε περάσει το συμβάν και ήμασταν όλοι σώοι και αβλαβείς. όταν συνέβαινε όμως —αυτό το οποίο έχω το χάρισμα να συμβαίνει— δεν υπήρχαν γέλια. μόνο σοβαρότητα, ίσως και λίγος τρόμος. αλλά σίγουρα όχι γέλια.

μεγαλώνοντας το συνήθισα. μπορεί να μην γέλασα ποτέ όταν συνέβαινε και νομίζω πως δεν θα γελάσω ούτε στο μέλλον. αλλά πλέον δεν με εκπλήσσει. συνήθως όταν συμβαίνει, ξεφυσάω λιγάκι και σκέφτομαι "όχι πάλι!"

κάτι τέτοιο συμβαίνει και τώρα. το χάρισμά μου επιβεβαιώνει τις θεωρίες των παιδικών μου φίλων για ακόμη μία φορά.

βρίσκομαι στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή.

"που πας, μεγάλε?"

προσπαθώ να την ακολουθήσω.

"κάτσε να πιούμε ένα ποτάκι!"

με έφερε στο μπαρ της πόλης στο οποίο συμβαίνει το ετήσιο πάρτι του καλοκαιριού.

"μη μου πεις ότι χόρτασες κιόλας!"

κι εγώ την προσέβαλλα.

"εσείς οι πρωτευουσιάνοι δε το σηκώνετε το ποτό?"

και εκείνη έφυγε τρέχοντας.

"βαλ' του ένα ποτό να πιούμε μαζί!"

κι εγώ προσπαθώ να την ακολουθήσω.

αλλά είμαι περικυκλωμένος από τον τύπο από την κάβα και τη συμμορία των κοκκινολαίμηδων. ένας από αυτούς που μοιάζει να ζυγίζει όσο ένα τζιπ έρχεται δίπλα μου και περνάει το χέρι του γύρω από το κεφάλι μου. ο λαιμός μου είναι κλεισμένος ανάμεσα από τα μαξιλάρια λίπους του χεριού και του μπράτσου του. όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται, ο ιδρώτας με τον οποίο είναι λουσμένος με βοηθάει να ξεγλιστρήσω μέσα από τη λαβή του.

"σας ευχαριστώ, παιδιά! ειλικρινά! αλλά όσο και να 'θελα να καθίσουμε να μιλήσουμε, δυστυχώς πρέπει να φύγω!"

κάνω ένα βήμα να βρω ένα άνοιγμα από τον ημικύκλιο κλοιό που έχουν δημιουργήσει γύρω μου αλλά δεν μοιάζουν να θέλουν να με αφήσουν να φύγω.

και εκείνη τη στιγμή ξέρω:

βρίσκομαι στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή.

ξεφυσάω λιγάκι και αφήνω ένα ελαφρύ χαχανητό να βγει.

"αν θέλετε να κάνετε λιγάκι στην άκρη να περάσω..."

όλοι τους σοβαροί. οι μισοί με σταυρωμένα τα χέρια και υπόλοιποι τρεμοπαίζουν τα δάχτυλα των χεριών τους όσο αυτά βρίσκονται στο ύψος της μέσης τους. οι παλάμες τους εναλλάσσονται από ανοιχτές σε γροθιές κάθε δευτερόλεπτο και το μυαλό μου αναπόφευκτα μπαίνει σε κατάσταση damage control.

θέλω να πω... ποτέ μου δε θα μπορούσα να τους καταφέρω όλους αυτούς. ακόμα μια ένα πέρασμα που έκανα ψάχνοντας να δω ποιος είναι ο πιο μικρόσωμος, σκεπτόμενος ότι ίσως καταφέρω να κάνω κι εγώ λίγη ζημιά, ήταν μάταιο.

"πείραξες το κορίτσι μας και τώρα θα πληρώσεις!"

αφήνω ακόμη ένα χαχανητό να βγει.

"είμαι σίγουρος ότι η κοπέλα νιώθει τυχερή που τη θεωρείτε όλοι κορίτσι σας. αλλά δε νομίζετε ότι πρέπει να ρωτήσουμε την ίδια πρώτα?"

στο τελείωμα της ερώτησης, σπεύδω να ξαναδοκιμάσω να βρω χώρο ανάμεσα τους. αποτυγχάνω.

νομίζω ότι η πρώτη κίνηση που έκαναν ήταν στο λαιμό μου. ναι, αυτή πρέπει να ήταν. το λέω γιατί θυμάμαι τα μάτια μου να δακρύζουν και το γεγονός ότι δεν μπορούσα να φωνάξω για βοήθεια. όχι ότι θα με άκουγε και κανένας. νομίζω ότι ούτε ένα κεφάλι δεν πρέπει να γύρισε. μέχρι που...

α, ναι! μετά σίγουρα γύρισαν κεφάλια. ήταν όταν με πέταξαν πάνω σε ένα τραπεζάκι γεμάτο με μπουκάλια από μπύρες. ναι, τότε κατάφερα να αποσπάσω τη προσοχή των θαμώνων. όλοι σταμάτησαν να πίνουν, η μουσική χαμήλωσε, τα κορίτσια σταμάτησαν να χορεύουν και τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω μου.

σκέφτηκα να περιμένω ένα ασθενοφόρο ή γιατί όχι και μία νεκροφόρα... αλλά η αίσθηση αυτοσυντήρησης που έχουμε βαθειά ριζωμένη μέσα μας με ωθεί να σηκωθώ και να τινάξω από πάνω μου τα καφέ κομμάτια γυαλιού που έχουν καρφωθεί στο δεξί μου χέρι.

"μην ανησυχείτε! όλα καλά!"

το λέω ενώ νιώθω ετοιμοθάνατος.

ο μπάρμαν τους λέει ότι δεν θέλει φασαρίες και αυτοί κάνουν πίσω αφήνοντάς με να δραπετεύσω προς την έξοδο. σκέφτομαι ότι αν βρεθώ στο πάρκινγκ, μόλις μερικά μέτρα από το αυτοκίνητό μου... σώθηκα!

νομίζω ότι η αδρεναλίνη ευθύνεται που έχω γίνει τόσο ελπιδοφόρος και αποτυγχάνω να εκτιμήσω τη σοβαρότητα της κατάστασης.

κάποιος με τραβάει από τον γιακά ενώ είμαι μόνο μια ανάσα μακριά από την πόρτα του αυτοκινήτου. δεν βλέπω τις γροθιές. αλλά τις νιώθω. νομίζω ότι σε κάποια φάση ξεκίνησα να τις μετράω. χαμογελάω ενώ τις νιώθω να με χτυπάνε η μία μετά την άλλη.

υποθέτω ότι οι αντοχές μου φτάσανε στο τέρμα τους και το κορμί μου απλά παραδόθηκε στα χτυπήματα. τα πόδια μου δε με βαστούσαν πια. έπεσα στο έδαφος.

τους έβλεπα μέσα από το σύννεφο σκόνης να με εμπαίζουν. να με κοροϊδεύουν. και μετά από λίγο ένας από αυτούς πλησίασε το πρόσωπό μου και σήκωσε το πόδι του μπρος τα πίσω, σαν να μαζεύει δύναμη για να ρίξει σουτ με μια μπάλα. σιγά σιγά το πόδι του ερχόταν μπροστά... μπροστά... όλο και πιο κοντά στα ματωμένα μούτρα μου μέχρι που...ΜΠΑΜ!

όλα σταμάτησαν.

βλέπω το φόβο στα πρόσωπά τους. ο κόσμος που ήταν γύρω αρχίζει να σκορπάει. ακούγεται μια φωνή. δεν μπορώ να διακρίνω τι λέει. ίσως φταίει το αίμα από τα μούτρα μου που μπήκε μέσα στο ένα από αυτά. γυρίζουν τις πλάτες τους και φεύγουν. σηκώνομαι όσο μπορώ προσπαθώντας να δω τι συμβαίνει.

μέσα από το ένα μάτι μου που δεν έχει πρηστεί από τα χτυπήματα βλέπω τον γεράκο από το ξενοδοχείο να στέκεται με φόντο το φως που βγάζει η πινακίδα του μπαρ, κρατώντας μια καραμπίνα. δίπλα του, η κόρη του η ρεσεψιονίστ.

με πλησιάζει και μου δίνει το χέρι της.

ακούω αυτό που μου λέει μονάχα όταν το επαναλαμβάνει.

"ΕΙΠΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΘΕΙΣ ΑΛΛΙΩΣ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΣΟΥ ΘΑ ΜΟΛΥΝΘΟΥΝ!"

μη ξέροντας αν μπορώ να μιλήσω, κουνάω απλά το κεφάλι μου και πιάνω το χέρι της. το κορμί μου ακούγεται σαν ένα σκουριασμένο αμάξι. τίποτα δε λειτουργεί και όλα κάνουν περισσότερη φασαρία απ' όσο πρέπει.

με βάζει στη θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου μου και αφού τραβήξει τη θέση τέρμα πίσω κάθεται εκείνη στη θέση του οδηγού. της λέω ότι πρέπει να προλάβω την καθαρίστρια... τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να πω. μάλλον δε τα κατάφερα. είμαι ημιλιπόθυμος.

καταρρέω στο κάθισμα.

εικόνες από έναν γιατρό να δένει τις πληγές μου με γάζες και να μαζεύει το αίμα με κάνουν να νιώθω σαν να είμαι ένα πείραμα/τερατούργημα.

έχουν μαζευτεί τόσες σημειώσεις που πρέπει να βάλω σε μια σειρά.

τι θα γίνει αν πεθάνω?

ποιος θα τα κάνει όλα αυτά?

όποιος και να είναι θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή...

έχω χάσει τόσο πολύ χρόνο στη ζωή μου.

έχω περάσει τόσο μεγάλο κομμάτι της να βρίσκομαι στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή.

πρέπει να... μετακινηθώ.

...

ξέρεις αυτή την αίσθηση... που ξυπνάς

αλλά δεν ανοίγεις τα μάτια σου ακόμα?

αυτό που δεν αφήνεις τα μάτια σου να δεχθούν τις πληροφορίες για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι αλλά αφήνεις τις υπόλοιπες αισθήσεις σου πρώτα να λειτουργήσουν. αυτό κάνω τώρα...

ίσως επειδή δεν μπορώ διαφορετικά.

ακούω... χμμ... μάλλον δεν ακούω τίποτα. ένα βουητό. και γεύομαι κάτι σαν κέρματα... πότε μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που είχα κέρματα στο στόμα μου, ε? όταν ήμουν 4? κι όμως η γεύση μοιάζει τόσο γνώριμη. και μυρίζω... οκ, την ξέρω αυτή τη μυρωδιά. ξέρω ακριβώς που βρίσκομαι.

ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το ταβάνι πάνω από το κρεβάτι μου στο ξενοδοχείο. σηκώνω λιγάκι την πλάτη μου να δω σε τι κατάσταση είμαι. τα πράγματα είναι καλύτερα απ' ότι περίμενα.

στην καρέκλα δίπλα από το γραφείο κάθεται η ρεσεψιονίστ. λύνει ένα σταυρόλεξο και ακόμη δεν έχει καταλάβει ότι άρχισα να συνέρχομαι. όταν το πάρει γραμμή αφήνει το σταυρόλεξο κάτω και μου λέει να μην κάνω απότομες κινήσεις. ότι δεν είχα τίποτα σοβαρό και να μην ανησυχεί γιατί άφησε τον πατέρα της στη ρεσεψιόν.

της είπα ευχαριστώ και της ζήτησα να φύγει, να με αφήσει να μπω στη μπανιέρα να ξεπλύνω όλο το ιώδιο και τις νοσοκομειακές μυρωδιές από το κορμί μου.

είναι γύρω στις 5 το πρωί...

έχουν περάσει μια χούφτα από ώρες από τότε που έφυγα από εδώ για να πάω την πάρω. και συνέβησαν τόσα πολλά.

είμαι τόσο βλάκας.

ακουμπάω το κεφάλι μου πίσω και βυθίζομαι μέσα στο νερό όσο αυτό κοκκινίζει από το ξεραμένο αίμα του κορμιού μου.

θέλω να μείνω εδώ.

να αφεθώ.

να βυθιστώ μέσα στο κόκκινο και να χαθώ.

αλλά τότε θυμάμαι το χαμόγελό της.

και σκέφτομαι πόσο θέλω να την ξαναδώ.

σκέφτομαι ότι θέλω να βρεθώ έστω για ακόμη μια φορά

στο λάθος σημείο...

τη λάθος στιγμή.