72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος έβδομο)
είναι καταμεσήμερο.
η θερμοκρασία έχει σκαρφαλώσει στα ύψη. το καταλαβαίνω από το πόσο ζεστό έχει αρχίσει να γίνεται το δωμάτιο μου. οι αχτίδες του ηλίου μαστιγώνουν το μέρος αυτό αλύπητα και έχουν σχηματίσει έναν θόλο ζέστης γύρω του.
οι φωνές έχουν σταματήσει. οι τσιρίδες των παιδιών. τα δυνατά βήματα γύρω από την πισίνα και τα πλατσουρίσματα και οι τσιρίδες. στο μέρος αυτό για τις επόμενες ώρες θα επικρατεί νεκρική σιγή.
παίρνω ένα από τα μπουκάλια και πάω προς τη πόρτα αφήνοντας πίσω μου τα χαρτιά και τις σημειώσεις που μονοπωλούσαν τη προσοχή μου τόσες ώρες. ανοίγω την πόρτα και προχωράω προς τα σκαλιά χωρίς να την κλείσω. κατεβαίνω κάτω και πλησιάζω την πισίνα και κάθομαι στην πρώτη ξαπλώστρα που θα βρω και ακουμπάω το μπουκάλι στο βρεγμένο πάτωμα δίπλα μου.
μπορεί αυτό το μέρος να μοιάζει με έναν από τους εννέα κύκλους της κόλασης αλλά η ησυχία σε αποζημιώνει.
θα πίστευε κανείς ότι με όλη αυτή την ησυχία θα εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία για να δουλέψω χωρίς το φόβο να με διακόψει κάποιος από το πλούσιο καστ που κυκλοφορεί γύρω μου. αλλά το αντίθετο, αυτή είναι η ευκαιρία μου να ηρεμήσω σε έναν χώρο που δεν είναι ένα κουτί από τοίχους. κάπου όπου μπορώ να αναπνεύσω καθαρό αέρα και να νιώσω απομονωμένος και παράλληλα ελεύθερος.
έχω ακουμπήσει το μπουκάλι στα χείλη μου περισσότερες φορές απ' ότι κατάλαβα. η στρουμπουλή κυρία από τη ρεσεψιόν κάνει την εμφάνιση της και μου χαμογελά. το χαμόγελό της αλλάζει πολύ γρήγορα όμως, μόλις δει το μπουκάλι δίπλα μου. επιστέφει βιαστικά στο πόστο της.
το καρότσι της αγαπητής καθαρίστριας των δωματίων είναι παρκαρισμένο σε μια γωνιά έξω από ένα δωμάτιο. κάνω μια νοητική σημείωση να επιστρέφω το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση αυτή για να δω αν είναι μέσα και καθαρίζει ή αν είναι απλά το μέρος που το αφήνει όταν λείπει.
η ρεσεψιονίστ επανεμφανίζεται μετά από λίγο με τον σκελετωμένο μπαμπά της. του μιλάει ασταμάτητα μες στο αυτί. μπορεί να μην μπορώ να διακρίνω τι του λέει αλλά σίγουρα μπορώ να καταλάβω από το περιφρονητικό της βλέμμα. εκείνος ο κακόμοιρος κοιτάζει στο υπερπέραν. μοιάζει να παρακαλάει από μέσα του να φύγει επιτέλους από αυτόν τον κόσμο. ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια ανέχεται τη φλυαρία της κόρης του.
μια πόρτα στον πάνω όροφο ανοίγει και στέκεται ένα κορίτσι με ένα αποκαλυπτικό μαγιό στην είσοδο του δωματίου. μόλις με αντιλαμβάνεται μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα δυνατά. λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούγονται ουρλιαχτά και γέλια από το δωμάτιο και η πόρτα ανοίγει ξανά. αυτή τη φορά στην είσοδό της στέκεται ένα άλλο κορίτσι. διαφορετικό από το προηγούμενο. την αναγνωρίζω από το ξανθό μαλλί της και το επιτηδευμένα λάγνο βλέμμα της. είναι το κορίτσι που ήρθε και μου μίλησε το πρωί στο πάρκινγκ. με βλέπει, μου χαμογελάει για αρκετή ώρα για να σιγουρευτεί ότι την είδα και κάνει ένα βήμα πίσω και κλείνει την πόρτα.
μερικές γουλιές ακόμη.
η ρεσεψιονίστ αφήνει τον πατέρα της πίσω και έρχεται προς το μέρος μου. το περιφρονητικό της βλέμμα μεταμορφώνεται με κάθε της βήμα και από μάγισσα γίνεται όλο και περισσότερο ένα χαρούμενο και χαμογελαστό πρόσωπο.
"καλησπέρα!"
"καλησπέρα."
"ξέρετε, ήθελα να σας πω ότι απαγορεύεται η χρήση αλκοόλ στους δημόσιους χώρους των εγκαταστάσεων μας."
της δείχνω το μπουκάλι. έχει αδειάσει. νομίζω ότι αυτό την ενοχλεί ακόμη περισσότερο.
"τότε θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι απαγορεύεται να έχετε γυάλινα δοχεία πλησίον της πισίνας. από φόβο ότι θα σπάσει και θα το πατήσει κάποιος."
"πάω να το πετάξω αμέσως!"
"θα προτιμούσα στην ανακύκλωση αν μπορείτε!"
γυρίζει την πλάτη της και περπατά τόσο περήφανα. υποθέτω ότι η νίκη της αυτή θα είναι το χαϊλάιτ της ημέρας της. για κάποιο λόγο δεν προσπαθώ να της το χαλάσω. φτάνει δίπλα από τον πατέρα της και του μιλάει ψιθυριστά σαν να επιβεβαιώνει ότι όλα όσα του έλεγε νωρίτερα ήταν σωστά.
ο γεράκος με κοιτάει και φαντάζομαι ότι από μέσα του θα με καταράσσεται που άφησα μια τόσο πολύτιμη ευκαιρία να της πω να πάει να γαμ... να πάει χαμένη.
σηκώνομαι από την ξαπλώστρα και παίρνω το μπουκάλι στο χέρι και πίνω τις τελευταίες σταγόνες που είχαν μείνει μέσα. όπως κοιτάω ψηλά βλέπω την όμορφη συνοδό από το γειτονικό μου δωμάτιο. δείχνει τόσο λάθος η εικόνα της εδώ να έχει για φόντο το μέρος αυτό. εκείνη μοιάζει σαν να βγήκε από μια μπροσούρα από ένα πολλά υποσχόμενο διήμερο στο Μόντε Κάρλο και το μέρος αυτό δείχνει ως το κατάλληλο μέρος για να έρθει κάποιος να τινάξει τα μυαλά του με την ησυχία του.
κοιτάζω γύρω μου και ψάχνω για τον κάδο ανακύκλωσης αλλά δεν βλέπω κάτι. η ρεσεψιονίστ και ο πατέρας της έχουν εξαφανιστεί. ανεβαίνω τα σκαλιά και πλησιάζω το καροτσάκι της φίλης μου. θυμάμαι ότι αυτός έχει κάδο απορριμμάτων. κοιτάζω γύρω μήπως δω ένα γνωστό πρόσωπο...
όταν τον πλησιάζω ανοίγει ξανά η πόρτα των κοριτσιών. από μέσα βγαίνει η νεαρή ξανθιά κρατώντας ένα σφηνοπότηρο και με κοιτάζει, το σηκώνει προς το μέρος μου, το αδειάζει μες στο στόμα της και με κοιτάει με σηκωμένο φρύδι. λίγα δευτερόλεπτα μετά επιστέφει στο δωμάτιό της χτυπώντας ξανά την πόρτα με νεύρα. μέσα από το δωμάτιο ακούγεται μια υποδοχή από γέλια και τσιρίδες.
δίπλα μου μια απλή πόρτα ανοίγει, λογικά λόγω της φασαρίας. ένας γεράκος αιφνιδιάζεται όταν με βλέπει και κουνάει το κεφάλι του σαν να με χαιρετάει έχοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
αυτό το μέρος μοιάζει να ξυπνά σιγά σιγά.
καλά θα κάνω να επιστρέψω στο κελί μου.
ακουμπάω το μπουκάλι στον πάτο του κάδου και βηματίζω σιγά σιγά προς το δωμάτιό μου και τις σημειώσεις μου.
ώρα να δουλέψω για να μπλοκάρω όλη τη φασαρία.