72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος όγδοο)

2024-07-28

με τσούζουν τα μάτια μου.

είμαι τόσο κουρασμένος από το να βλέπω τις σκέψεις μου μοιρασμένες σε κουτάκια, απλωμένες παντού. στο κρεβάτι, στο πάτωμα, στους τοίχους. ένας ολόκληρος κόσμος όπως τον επινόησα... πώς μπορεί να μπει άραγε στη σωστή σειρά?

κι αν μπει, επιτέλους, θα είναι δίκαιο να ονομάζεται κόσμος? αφού κανένας κόσμος που γνώρισα εγώ δεν έχει καμία σειρά... όλα είναι πάντοτε μπερδεμένα. πάντα μια συνεχή αλληλουχία συγκυριών. υπάρχει μονάχα η ψευδαίσθηση της τάξης. το ψέμα ότι όλα συμβαίνουν όπως τα είχαμε υπολογίσει.

στη πραγματικότητα είμαστε απλά τυχεροί.

θεέ μου, χρειάζομαι ένα ποτό.

έχει αρχίσει να σουρουπώνει.

το ξέρω γιατί το φως της ημέρας δεν επαρκεί για να διαβάσω όσα έχω γράψει και για το λόγο αυτό τα μάτια μου τσούζουν.

φτάνω το χέρι μου στο διακόπτη και τον αλλάζω αλλά δεν συμβαίνει τίποτα. επαναλαμβάνω την κίνηση χωρίς ακόμη να αφήσω το ενδιαφέρον μου να απορροφηθεί από την έλλειψη της ανταπόκρισής του. μερικά δευτερόλεπτα λεπτά στρέφω την προσοχή μου πάνω του.

προβληματίζομαι.

σηκώνομαι από το κρεβάτι σκορπώντας τις σημειώσεις που ήταν πιο κοντά σε μένα και δοκιμάζω τους υπόλοιπους διακόπτες του δωματίου. δε λειτουργεί τίποτα σωστά σε αυτό το αχούρι.

ΓΔΟΥΠ!

ένας δυνατός ήχος χτυπάει την πόρτα του δωματίου. κοιτάζω από το παράθυρο να δω τι συμβαίνει. μια νεαρή μαζεύει μια τεράστια μπάλα θαλάσσης που έφυγε από τα όρια της πισίνας καθώς έπαιζαν. μόλις γυρίζει με βλέπει και γελάει.

"συγνώμηηηηηηηη!"

φωνάζει γεμάτη χαρά και γυρίζει προς τους υπόλοιπους γουρλώνοντας τα μάτια με κοροϊδευτικά τρόπο εις βάρους μου.

το μάτι μου πιάνει τον γεράκο καθώς πηγαίνει προς τη ρεσεψιόν. ανοίγω την πόρτα και τρέχω γρήγορα να τον προλάβω. κατεβαίνω τα σκαλιά και εισέρχομαι στο χώρο της εισόδου του ξενοδοχείου αλλά ο γεράκος είναι άφαντος. κοιτάζω αριστερά και δεξιά. έχει γίνει καπνός.

πίσω από τον πάγκο η ρεσεψιονίστ με κοιτάζει με ειρωνικό ύφος. αναγκάζομαι να αναζητήσω τη βοήθεια της.

"θέλετε κάτι?"

το φρύδι της φτάνει μέχρι εκεί που ξεκινάνε τα μαλλιά της.

"ναι, χρειάζομαι..."

με κοιτάζει επίμονα.

"δεν έχει οφθαλμίατρο το χωριό. θα χρειαστεί να οδηγήσετε μέχρι την πόλη."

της χαμογελάω.

"οφθαλμίατρο? τι να μου κάνει ο οφθαλμίατρος?"

ανοίγει τα μάτια της έντονα σαν να με δείχνει με αυτά.

"να κοιτάξει τα μάτια σας!"

"τα μάτια μου?"

"όχι? είναι κατακόκκινα!"

χρησιμοποιώ τον δείκτη και τον αντίχειρα του ενός χεριού μου για να τρίψω τις εσωτερικές πλευρές των ματιών μου.

"δεν έχουν κάτι τα μάτια μου... απλά με τσούζουν..."

"τότε?"

"το δωμάτιό μου. δεν έχει ρεύμα!"

το συγκαταβατικό της ύφος εντείνεται.

"ελέγξατε τον πίνακα? το πιο πιθανό είναι να έπεσε η ασφάλεια!"

"όχι, δεν τον έλεγξα."

σηκώνει το ένα της χέρι ανεμίζοντάς το μπροστά μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

"αυτό θα είναι. συμβαίνει συχνά στα μέρη μας."

"πάω να κάνω μια δοκιμή."

γυρίζω την πλάτη μου.

"σίγουρα δεν θέλετε να σας πω για τον οφθαλμίατρο? τα μάτια σας είναι χαλ--"

"είμαι εντάξει, ευχαριστώ."

αρχίζει και μου τη δίνει στα νεύρα.

περνάω μπροστά από τη πισίνα και βλέπω μια παρέα νεαρών να κάθονται με κάποιες από τις κοπέλες που συνάντησα νωρίτερα. κάθονται περιμετρικά της πισίνας και μόλις με βλέπουν κόβονται τα αστεία και τα γελάκια τους και με κοιτάνε επίμονα.

νιώθω τα βλέμματά τους να με ακολουθούν όσο ανεβαίνω τις σκάλες και χαράζω πορεία προς το δωμάτιό μου. μόλις πλησιάζω όμως μένω έκπληκτος. η πόρτα ανοιχτή και από μέσα βγαίνει φως.

μήπως είμαι τόσο κουρασμένος τελικά που έχω παραισθήσεις?

μπαίνω μέσα και το φως στο γραφείο αρκεί για να φωτίσει ολόκληρο το δωμάτιο. δεν σπεύδω να ανάψω το φως του δωματίου. η μοναδική άλλη πηγή φωτός είναι εκείνη που έρχεται από το μπάνιο. πηγαίνω προς τα εκεί αγνοώντας τον πίνακα στον τοίχο δίπλα μου και μόλις μπαίνω έρχομαι αντιμέτωπος με ακόμη μια έκπληξη.

είναι η νεαρή κοπέλα από το πάρκινγκ. κάθεται στην άκρη της μπανιέρας, ντυμένη με ένα μεγάλο άσπρο μπλουζάκι στο οποίο έχει αφήσει αποτύπωμα το βρεγμένο της μαγιό.

"γεια σου."

με βλέπει και χαμογελάει.

"γεια."

πρέπει να μάθω να κλείνω τη πόρτα του δωματίου μου.

"τι κάνεις?"

με ρωτάει χαμογελώντας.

"εσύ τι κάνεις..."

"είμαι καλά."

νομίζω ότι με εμπαίζει.

"είσαι εδώ."

"ναι. υποθέτω πως είμαι εδώ και είμαι καλά."

είναι δυνατόν να παίζει μαζί μου αυτό το πιτσιρίκι?

"αυτό είναι το μπάνιο μου."

"μμμ, νομίζω ότι αυτό είναι το μπάνιο του ξενοδοχείου."

χαμογελάει περιπαικτικά σε βαθμό που έχει γίνει ενοχλητικό.

"το οποίο είναι μέσα στο δωμάτιο που νοικιάζω."

"ωχχχ, λεπτομέρειες. κουράστηκα. δεν θα με κεράσεις κάτι?"

τα νεύρα μου.

"φυσικά! τι θα έλεγες για ένα ποτήρι με λίγο 'τι-στο-διάολο-κάνεις-μέσα-στο-δωμάτιό-μου?"

τα μάτια της ρολάρουν μες στα ματόκλαδά της επιδεικνύοντσε τη δυσανασχέτισή της...

"μη το παίρνεις πάνω σου, γέρο! ήθελα απλά να σου πω ότι έμπλεξα για τα καλά στη κάβα, χάρη σε σένα!"

σηκώνεται από τη μπανιέρα και με προσπερνά κοιτάζοντας με με στα μάτια. βγαίνει από το μπάνιο και προχωράει στο δωμάτιο προσέχοντας να μην πατήσει κάποια από τις σημειώσεις μου που είναι στο πάτωμα.

"επειδή δεν σας πήρα ποτά να πιείτε?"

στέκεται κοντά στο παράθυρο.

"ε, ναι! κανονικά μου χρωστάς χάρη! πόσο ξενέρωτος πρέπει να είναι κάποιος που να μη θέλει να βοηθήσει μερικούς αποφοίτους, μου λες?"

"ας πούμε ότι είμαι ανάποδος. είστε ανήλικα ακόμα. χαρείτε τις ζωές σας και την αθωότητα που συνοδεύει την ηλικία σας και πίστεψέ με όταν σου λέω ότι σύντομα θα έρθει η ώρα ν--"

"αχχχχ"

βάζει το χέρι της μπροστά από το στόμα της καλύπτοντάς το στιγμιαία μιμούμενη ένα ψεύτικο και υπερβολικό χασμουρητό.

"χασμουρητό ήταν αυτό."

"το κατάλαβα."

"δεν είμαι κουρασμένη. απλά νομίζω ότι είσαι βαρετός."

τόσο θράσος.

"το φαντάστηκα."

τόση αυθάδεια.

"εσύ είσαι κουρασμένος?"

"όχι."

"πάντως τα μάτια σου λένε το αντίθετο."

πλησιάζω την πόρτα και βάζω το χέρι μου στο χερούλι.

"νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγεις. πήγαινε στη πισίνα να παίξεις με τους φίλους σου."

παίρνει το χέρι μου το χερούλι και μόλις με ακουμπάει τινάζομαι.

"μια χαρά περνάω κι εδώ. παίζοντας μαζί σου... και αυτό το παιχνίδι έχει και ένα δώρο για τον νικητή."

την κοιτάζω περιμένοντας να μου δώσει μια απάντηση για το τι εννοεί.

"μμμμ... ένα μπουκάλι βότκα?"

χαμογελά.

"ξέρεις, μπορεί να είμαι μικρή, αλλά δεν είμαι όσο αθώα όσο νομίζεις!"

"δεν νομίζω τίποτ--"

"έχω κάνει τα πάντα εγώ! και όχι μόνο εγώ! όλοι οι φίλοι μου! έχουμε κάνει όλοι τα πάντα!"

δείχνει προς τα έξω με το δάχτυλό της.

"δεν με ενδιαφέρει."

"έχουμε πιει τα πάντα, έχουμε πάρει τα πάντα! δεν ξέρω τι κάνανε τα παιδιά της ηλικίας μου στη δικιά σου εποχή αλλά εμείς δε μασάμε!"

κρατάει πολύ όλο αυτό.

"δε μασάτε. εντάξει. συμφωνώ. μπορείς να πηγαίνεις τώρα."

"δως μου το μπουκάλι που μου χρωστάς και φεύγω."

"δεν σου χρωστάω και δεν πρόκειται να σου δώσω τίποτα."

κακομαθημένο κωλοπαιδο.

"τότε θα μείνω!"

σηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα.

"όπως θέλεις!"

επιστρέφω στο γραφείο μου και πιάνω δουλειά ακριβώς εκεί που την άφησα πριν ξεκινήσει όλο αυτό. παρ' ότι με τσούζουν τα μάτια μου αρχίζω να γίνομαι παραγωγικός παρά τον επαναλαμβανόμενο βηματισμό της μικρής πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο.

όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και πιο έντονος με σκοπό να με ενοχλήσει, αλλά η ξεροκεφαλιά μου δεν νικιέται τόσο εύκολα. εκείνη επιμένει να κάνει όλο και περισσότερο θόρυβο κι εγώ επιπλέω στον κόσμο μου.

"μπορώ να καθίσω στο κρεβάτι?"

δε με νοιάζει.

"κάνε ότι θες!"

πλησιάζει το κρεβάτι, αγνοώντας όλες τις σημειώσεις που έχει επάνω, γυρίζει προς το μέρος μου έχοντάς το πίσω της και δίνει ώθηση στα πόδια της και εκτινάσσεται στον αέρα τόσο δυνατά που νιώθω τον αέρα να χαϊδεύει το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. γυρίζω να κοιτάξω και τη βλέπω να σκάει πάνω στο κρεβάτι και μεμιάς οι σημειώσεις μου να αναπηδάνε και να ίπτανται γύρω της σαν τεράστια κομμάτια κομφετί.

όταν τα βλέπει το πρόσωπό της αλλάζει και από επικίνδυνο και μοιραίο, αποκτά μια παιδική λάμψη, η οποία σε κάνει και σένα να θέλεις να χαμογελάσεις μαζί της.

όταν τα κομμάτια των σημειώσεων αγγίζουν επιτέλους το πάτωμα σαν φτερά πουλιών ξεκινά να μεταμορφώνεται πάλι. και μοιάζει ξανά με εκείνο το επικίνδυνο πλάσμα που βρήκα στη τουαλέτα μου πριν λίγο.

σφίγγω τα δόντια μου από τα νεύρα αλλά η αυτοσυγκράτησή μου με σώζει (και εκείνη) και δεν ξεσπάω σε φωνές.

εκείνη καταλαβαίνει το λάθος της.

"συγνώμη. έκανα μαλακία, ε?"

δεν της απαντάω αλλά μόνο επειδή ξέρω ότι η απάντηση διαγράφεται πάνω στο πρόσωπό μου.

σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα.

"περίμενε!"

σταματάει, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου.

"πάρε τη βότκα και φύγε!"

βλέπω το πρόσωπό της να χαμογελάει από το πίσω μέρος του κεφαλιού της. κάνει δύο βήματα πίσω και απλώνει το χέρι και παίρνει τη βότκα.

"ελπίζω να μην έκανα μεγάλη ζημιά."

διακρίνω μια μικρή μετάνοια στη φωνή της.

"φύγε!"

"και τι είναι όλα αυτά τα χαρτάκια τελοσπ--"

"φύγε, είπα!"

"εντάξει, εντάξει!"

χαμογελάει περιπαικτικά.

φτάνει στη πόρτα και γυρίζει και με κοιτάζει.

"ξέρεις, ήμουν διατεθειμένη να κάνω πολλά γι' αυτό το μπουκάλι. ίσως και να είναι λίγο κρίμα τελικά που δεν χρειάστηκε ν--"

"αν χρειαστεί να σου πω να φύγεις κι άλλη φορά θα είναι χωρίς το μπουκάλι!"

μοιάζει να την προβληματίζει η έλλειψη εντυπωσιασμού στην αντίδρασή μου.

"θέλεις να πεις ότι δεν θα σου άρεσε εγώ κι εσύ ν---"

"ΟΧΙ!!!"

χτυπάω το χέρι μου στο γραφείο και από τη δύναμη του χτυπήματος αναπηδάνε και από εκεί μερικές σημειώσεις στον αέρα.

"πάντως, τα μάτια σου λένε το αντίθετο!"

μα, ποιος τα μεγαλώνει αυτά τα παιδιά?