72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος πέμπτο)

2024-07-16

"θεέ μου, πως ζεις εδώ μέσα?"

νομίζω ότι της διαφεύγει η ειρωνεία της παρατήρησής της. αλλά επιλέγω να μην την υποδείξω. πριν με κρίνετε, θα ήθελα απλά να δηλώσω ότι δε θα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος δεν κατακρίνεται χάρη στην εξωτερική του εμφάνιση...

μαζεύει τα πρώτα μπουκάλια που βρίσκει στα πόδια της και τα ρίχνει σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα που υπάρχει γαντζωμένη στο καρότσι της.

κάθε δύο βήματα με ρωτάει αν αυτό που βρήκε στο πάτωμα είναι σκουπίδια ή όχι. αποφασίζω να καθίσω μέσα στο δωμάτιο για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα βαρεθεί να ρωτάει και θα αρχίσει να πετάει σημαντικά πράγματα.

και μόνο για αυτό τον λόγο.

προχωρά βιαστικά ανάμεσα στα σκουπίδια, πράγμα που μου δημιουργεί άγχος. ο χρόνος που θα μείνει εδώ θα είναι περιορισμένος και τελειώνει. πρέπει να προσέξω τι θα πω.

"θα μείνεις καιρό?"

έχει μπει στην τουαλέτα και φωνάζει υπό τον ήχο του τρεχούμενου νερού της βρύσης.

"μόνο για το τριήμερο."

το κεφάλι της ξεπροβάλλει από την πόρτα.

"άρα καλά το είχα καταλάβει: περαστικός!"

της χαμογελάω.

"ναι, απλά ίσως όχι για τόσο λίγο όσο νόμισες αρχικά."

κρύβεται ξανά μέσα στην τουαλέτα και μετά από λίγο επανεμφανίζεται με έναν κουβά και μια σφουγγαρίστρα. τον ακουμπάει μπροστά στο κομοδίνο που έχει την τηλεόραση επάνω και παρατηρεί ότι το καλώδιο της είναι βγαλμένο και τυλιγμένο πάνω στο κυβικό της σχήμα.

"χάλασε?"

"δεν ξέρω. δεν τη χρησιμοποίησα."

ακουμπάει πάνω στο κομοδίνο και βγάζει ένα τσιγάρο από τσεπάκι της στολής της.

"δε σε πειράζει να κάνω ένα διάλειμμα, έτσι?"

σηκώνω τους ώμους μου.

η ηχορύπανση που έρχεται απ' έξω εντείνεται. τώρα τη θέση του πρώτου βιολιού της συμφωνίας της φασαρίας παίρνουν εφηβικά ουρλιαχτά και τσιρίδες.

"ξύπνησαν τα τέρατα."

κουνάει το κεφάλι της όσο ρουφάει μια γεμάτη τζούρα από το τσιγάρο της.

"αν νομίζεις ότι το δικό σου δωμάτιο είναι χάλια, που να δεις εκεί μέσα τι γίνεται..."

το βλέμμα της δείχνει ανικανοποίητο με το γεγονός ότι είμαι ανήμπορος να συμμετάσχω σε έναν κανονικό διάλογο μαζί της.

αφήνει το βλέμμα της να ταξιδέψει στις άκρες του δωματίου μέχρι που καταλήγει στο κρεβάτι. η προσοχή της αποσπάται από τα χαρτιά που συγκέντρωσα εκεί.

"τι είναι όλα αυτά?"

κάνει μια κίνηση με το χέρι της που κρατά το τσιγάρο, παράλληλα λιβανίζοντας την ατμόσφαιρα του δωματίου.

"οι σκέψεις μου."

τα φρύδια της σηκώνονται.

"οι σκέψεις σου?"

κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά.

"συνηθίζεις να γράφεις όλα όσα σκέφτεσαι?"

μετακινείται από τη θέση της και πλησιάζει το κρεβάτι.

"τις περισσότερες φορές..."

στέκεται από πάνω του εξετάζοντας τα σκορπισμένα χαρτιά και γυρίζει προς το μέρος μου με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.

"και δεν είναι λίγο επικίνδυνο αυτό?"

παίρνει ένα από τα χαρτιά και το σηκώνει προς το φως που μπαίνει στο δωμάτιο για να διαβάσει καθαρά τι γράφει πάνω.

"επικίνδυνο? με ποιο τρόπο?"

προσπαθώ να διακρίνω ποιο απ' όλα είναι, αλλά δεν τα καταφέρνω.

"δεν υπάρχει ούτε μία σκέψη που να μένει προσωπική? κάτι που να κρατάς μόνο για τον εαυτό σου? κάτι που δεν θα ήθελες ποτέ κανείς να το μάθει?"

πήγαινω προς το μέρος της να δω καλύτερα αλλά γυρίζει την πλάτη της σε μια προσπάθεια να αποφύγει να εγκαταλείψει το χαρτί σε μένα.

"κάτι σκοτεινό... λάθος... παράνομο... πρόστυχο?"

τελικά, αφού διαβάσει το περιεχόμενό του, σταματά να αντιστέκεται και με αφήνει να το αρπάξω από τα χέρια της.

"υπάρχουν σκέψεις και για μένα κάπου εκεί μέσα?"

τα μάτια της δείχνουν προς το κρεβάτι.

"όχι, αυτές είναι σκέψεις μου που προσπαθώ να τις βάλω σε μια σειρά..."

δείχνει να περνάει όμορφα με το να με ενοχλεί όσο με φλερτάρει.

"δηλαδή τις σκέψεις που κάνεις για εμένα δεν χρειάζεται να τις βάλεις σε μια σειρά?"

χαίρεται που με φέρνει σε δύσκολη θέση.

"όχι."

"σε ποια κατηγορία ανήκουν?"

"στην ενοχλητική!"

ήταν αναπόφευκτο να γίνω απότομος μαζί της. αλλά δεν πτοείται. αντιθέτως, ξεκαρδίζεται στα γέλια.

"κοίτα, καθάρισε ότι θέλεις, απλά μην πειράξεις τίποτα από αυτά που έχω πάνω στο κρεβάτι."

σβήνει το τσιγάρο της και βγάζει μια ηλεκτρική σκούπα από το καρότσι της και την ανάβει.

της ζητάω συγνώμη που της μίλησα απότομα αλλά δεν νομίζω να με άκουσε από τον θόρυβο της σκούπας και βγαίνω έξω. βυθίζομαι στη καρέκλα και αφήνω τη φασαρία που κάνει να με νανουρίσει. ούτε τα βλέμματα των γειτόνων μου με ενοχλεί πια, ούτε οι φωνές και οι τσιρίδες.