72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος πρώτο)

2024-06-24

"σήκω και φύγε!"

"να φύγω να πάω που?"

"δεν ξέρω... αλλά εδώ που είσαι, όρεξη να γράψεις δεν έχεις! και έχουμε διορίες!"

όλοι είναι έξαλλοι μαζί μου.

τώρα θα μου πεις: έχουν ένα δίκιο...

δυσκολεύομαι να βρω τον εαυτό μου τελευταία. περνάω τους τελευταίους μήνες κλεισμένος μέσα στο σπίτι περικυκλωμένος από σημειώσεις και τετράδια γεμάτα μουτζούρες και σκέψεις και ιδέες γραμμένες πάνω σε ιδέες με τρόπο που να διαγράφουν τις προηγούμενες. στέκομαι μες στη μέση και τα κοιτάζω και νιώθω ότι με κοιτάνε πίσω κι αυτά. με κρίνουν. χλευάζουν την ανικανότητά μου να τα βάλω σε μια σειρά.

τι φταίει?

ο ήλιος.

αν και τα παντζούρια του σπιτιού είναι κλειστά όλη μέρα, βρίσκει τρόπο να απορροφά την ενέργειά μου.

και η ζέστη βαραίνει το κορμί μου, σε βαθμό που δεν μπορώ να υπάρξω παραγωγικός. και αν δεν δημιουργώ δεν μπορώ να αγγίξω έστω και για λίγο την ψευδαίσθηση της εσωτερική μου γαλήνης. πολύ ποιητικό ακούστηκε αυτό για την πάρτη μου, έτσι?

μου φταίνε τα πάντα.

ίσως να φταίει η μοναξιά. έχω ανάγκη από μια μούσα. πάντα υπήρχε κάποια. κάποια να μου δίνει κίνητρο. κάποια που ένιωθα την ανάγκη να εντυπωσιάσω. δεν έχει μείνει καμία.

υπάρχουν στιγμές που νομίζω ότι φταίει η ανικανότητά μου να δημιουργήσω. ότι έγινε, έγινε. επήλθε κορεσμός. ή μάλλον το αντίθετο... νιώθω άδειος.

νιώθω ότι δεν έχω κάτι να πω. οι ιστορίες που χρωστάω είναι χιλιοειπωμένες. ακόμα και εκείνες που δεν τις άκουσαν ποτέ αυτιά, έχουν παίξει τόσες φορές μέσα στο κεφάλι μου, τις έχω ζήσει τόσο έντονα και ζωντανά, που μπορώ να δω μέχρι και τις ξεφτισμένες κλωστές στα μπλουζάκια των γυναικών που πρωταγωνιστούν σε αυτές, όσο τρέχουν μακριά μου έχοντας την καρδιά μου στα χέρια τους.

αποφασίζω να δραπετεύσω.

αλλά στη σκέψη ότι όλοι τούτες τις μέρες κινούνται προς τις τοποθεσίες που η ξηρά συναντά τη θάλασσα και λαμβάνοντας υπόψιν πάντοτε το ποσό αντιπαθώ να βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλες μάζες ανθρώπων, κάνω το μόνο λογικό: πάω προς την αντίθετη κατεύθυνση.

η αδερφή μου, που κατέχει τα ηλεκτρονικά μέσα, κλείνει ένα δωμάτιο και μου δείχνει στο χάρτη πως να πάω. ρωτάει κοροϊδευτικά αν χρειάζεται να μου γράψει τις συντεταγμένες σε ένα χαρτί και να μου δώσει μια πυξίδα, με φιλάει στο μέτωπο και με διώχνει. να πάω να βρω την ηρεμία μου και ίσως και λίγη έμπνευση.

ο αυτοκινητόδρομος στο αντίθετο ρεύμα είναι γεμάτος. στο δικό μου ρεύμα μόνο εγώ και οχήματα υπηρεσίας. φορτηγά, επαγγελματικά οχήματα, ταξί κι εγώ. οπότε η κίνηση πάει αρκετά αργά για να μπορούν να με διακρίνουν οι απέναντι, νιώθω τα βλέμματά τους πάνω μου. νομίζουν ότι είμαι περίεργος ή ίσως να ξέχασα κάτι και γυρίζω να το πάρω ή ίσως απλά να χάθηκα.

μερικές ώρες μετά φτάνω στον προορισμό μου. ένα άχαρο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά, μακριά από παραλίες και ακτές. ένα κτήριο σε σχήμα 'π' το οποίο αγκαλιάζει μια πισίνα η οποία παρά το γαλαζοπράσινο χρώμα του νερού, υποθέτω ότι για τα μέρη αυτά θα πρέπει να θεωρείται πολυτέλεια.

η κυρία στη ρεσεψιόν, ντυμένη με καφέ στολή με ροζ λεπτομέρειες, προσπαθεί να χωρέσει το στρουμπουλό της σκαρί πίσω από τον πάγκο και με το ένα χέρι ανακατεύει τις κόκκινες μπούκλες που καλύπτουν το κεφάλι της και με το άλλο χτυπάει την τετράγωνη οθόνη του υπολογιστή προσπαθώντας να βρει την κράτησή μου. μετά από λίγο το πρόσωπό της φωτίζει γεμάτο υπερηφάνεια, μου χαμογελάει καθώς μου δίνει τα κλειδιά.

"μισό λεπτό να έρθει κάποιος να πάρει τα πράγματά σας! ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!"

η φωνή της είναι συνταρακτική.

το κρανία μου δονάει από τον ήχο της μέχρι που ξεπροβάλλει από τη γωνία ένας γεροντάκος ντυμένος στα ίδια καφέ και ροζ χρώματα που φορά και η αξιαγάπητη ρεσεψιονίστ. είναι κυριολεκτικά ένας σκελετός τυλιγμένος με δέρμα. γυρίζω προς το μέρος της ρεσεψιονίστ με απορία αλλά δεν βλέπω να εκπλήσσεται κάποιος άλλος εκτός από εμένα. ο γεροντάκος παίρνει τις αποσκευές μου και μουρμουρίζει να τον ακολουθήσω.

"το κοντινότερο μαγαζί είναι ένα σουπερμάρκετ περίπου δέκα χιλιόμετρα προς τα..."

"δε θα μου χρειαστεί, ευχαριστώ."

"έχει και ένα φαστφουντάδικο λίγο παραπ--"

"νομίζω ότι είμαι εντάξει."

"και λίγο πιο κάτω έχει βενζινάδικο που..."

"αλήθεια σας λέω..."

"δίπλα έχει και μια κάβα."

"σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολύτιμη πληροφορία."

ακολουθώ τον γεροντάκο υπό το βλέμμα των υπολοίπων καλεσμένων του ξενοδοχείου, οι οποίοι έχουν σταματήσει ότι κάνουν και βρίσκονται σε κατάσταση παύσης με το βλέμμα τους να με διαβάσει από πάνω προς τα κάτω και τα κεφάλια τους να ακολουθούν τον βηματισμό μου. υποπτεύομαι ότι ο γεροντάκος θα με βάλει σε μια βάρκα να με περάσει απέναντι από τον ποταμό Στυξ, αλλά εκείνος προχωρά προς τα σκαλιά που οδηγούν στον όροφο με τα δωμάτια με "θέα."

αφού καταστάλαξα στο δωμάτιο παίρνω τηλέφωνο την αδερφή μου να δώσω την παραδοσιακή επιβεβαίωση ότι έφτασα σώος και αβλαβής.

"πως είναι?"

"έχει κόσμο."

"τι εννοείς έχει κόσμο? λογικό δεν είναι? τριήμερο είναι."

"ναι αλλά οι φωτογραφίες που μου έδειξες το έδειχναν άδειο."

η αδερφή μου σπεύδει σε μια μίνι ανάλυση για τις φωτογραφίες που επιλέγουν οι επιχειρήσεις να προβάλλονται και τους λόγος για τους οποίους δεν δείχνουν τον κόσμο που υπάρχει εκεί για να παρατηρείς μόνο τις ανέσεις που προσφέρονται...

κλείνει το τηλέφωνο έχοντας απηυδήσει κι εγώ ξεκινάω να ξεπακετάρω.

και τώρα κάθομαι ξανά περικυκλωμένος από σημειώσεις και τετράδια γεμάτα μουτζούρες και σκέψεις και ιδέες γραμμένες πάνω σε ιδέες με τρόπο που να διαγράφουν τις προηγούμενες. απλά τώρα δεν είμαι στο δωμάτιό μου. είμαι σε ένα ξένο βρωμερό μέρος που κάποια σημεία της κουβέρτες είναι σκληρά σαν κρούστα και οι τοίχοι μυρίζουν συνεχώς σαν να υπάρχει κινεζικό εστιατόριο από την άλλη μεριά.

συνειδητοποιώ ότι ίσως και να έκανα λάθος.

που είπαμε ότι είναι αυτή η κάβα?