72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος τέταρτο)

2024-07-10

η προσοχή μου διασπάται ασταμάτητα από διαφόρων ειδών ήχους. στην αρχή ακούγονται μονάχα ως υπόβαθρο αλλά όσο κι αν απολαμβάνω να επιπλέω, ξέρω πολύ καλά ότι κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψω στη γη.

όταν τα πόδια μου ακουμπάνε στο έδαφος οι γήινοι θόρυβοι έρχονται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο της προσοχής μου.

διάλογοι στα μπαλκόνια, πιτσιλιές στο νερό, γελάκια από μικρά παιδιά και προσταγές να μην τρέχουν γύρω από τη πισίνα.

φοράω μια φρέσκια αλλαξιά ρούχα που να μη μυρίζουν κλεισούρα και αλκοόλ, κρύβω τα μάτια μου πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου μου και ανοίγω την πόρτα του δωματίου αφήνοντας το φως της ημέρας να μπει μέσα σαν να έρχεται κάποιο άγιο μήνυμα από τα ουράνια. μόνο που το μόνο που κάνει το μήνυμα αυτό είναι να διώχνει της κατσαρίδες που βόσκανε ελεύθερα και άφοβα χάρη στις περιορισμένες μου κινήσεις.

έξω από το δωμάτιο, βρίσκεται κάτι ανάμεσα από καρέκλα και ξαπλώστρα μόνο της, φθαρμένη, ετοιμόρροπη, αλλά μοιάζει τόσο διατεθειμένη να με αγκαλιάσει. αράζω μέσα της με έναν μικρό φόβο ότι θα διπλώσει και θα βρεθώ στο πάτωμα. έχω ήδη δώσει αρκετά δικαιώματα στους προσωρινούς γείτονές μου ότι είμαι ένας ξεπλυμένος μεθύστακας.

δεν νομίζω ότι αυτή η τούρτα έχει ανάγκη από ένα κερασάκι πάνω της.

σχεδόν έξω από κάθε δωμάτιο, ο ένοικος της κάθεται στην ίδια καρέκλα με μένα. ο προαναφερόμενος κύριος με τη λευκή φανέλα που μένει στην απέναντι πλευρά του ξενοδοχείου, τώρα είναι κρυμμένος πίσω από την εφημερίδα του και κάθε τρεις και λίγο την κατεβάζει για να ρίξει μια περιμετρική ματιά. στο διπλανό δωμάτιο καθεται ολομόναχη μια κυρία που μοιάζει να μην θέλει να μοιραστώ την ηλικία της μαζί σας, φοράει ένα ολόσωμο μαγιό, το μισό από αυτό μαύρο και το άλλο μισό λεοπάρ. αγγίζει τα μαλλιά της που ο τρόπος που είναι τυλιγμένα προς τα πάνω τα κάνει να μοιάζουν με τουρμπάνι, σαν να φοβάται ότι θα της λυθούν και εκείνη έχει μπροστά στο πρόσωπό της μία νουβέλα από αυτές τις γλυκανάλατες με ρομαντικούς πρίγκηπες. δύο δωμάτια παραδίπλα ένα γεροντοζεύγαρο κάθεται και ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον ότι δεν τον έχει πάρει ο ύπνος. μετά από μερικά λεπτά και οι δύο θα κοιμηθούν και ο γέροντας θα ροχαλίζει κιόλας. τα διπλανά δωμάτια μοιάζουν ακατοίκητα. αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. σε κάποιο από αυτά μένουν τα νερά κορίτσια που κάνανε φασαρία όλη νύχτα. ήταν το μοναδικό δωμάτιο που είχε φως όταν κοίταξα έξω από το παράθυρό μου όταν ξημέρωνε. υποθέτω ότι αν τηρούν πιστά το πρόγραμμα της ανέμελης εφηβείας, θα έχουν ψοφήσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δωματίου τους. στο δωμάτιο δίπλα από το δικό μου ίσα που διακρίνεται πίσω από το κόκκινο διαχωριστικό ένας τυπάς με λουλουδένιο πουκάμισο που πλαισιώνει μια φανέλα και ανεμίζει πάνω από μια πολύχρωμη βερμούδα, μοιάζει πολύ πιο χαρούμενος απ' ότι θα πίστευε κανείς για την κατάστασή του. υποθέτω ότι ευθύνεται (τουλάχιστον) εν μέρει γι' αυτό, η δίμετρη μαυρισμένη καλλονή που τον "συνοδεύει" αλλά για την ώρα έχει πιάσει τη δική της γωνίτσα σε κάποια άκρη της πισίνας και δουλεύει επίμονα το μαύρισμά της για να μην φάει όλα τα λεφτά της στα σολάριουμ.

ανάμεσα από όλους αυτούς, υπάρχουν και μικρά παιδιά, πασπαλισμένα όπως η πολύχρωμη τρούφα πάνω σε ένα μονότονα μονόχρωμο παγωτό. τρέχουν και παίζουν και φωνάζουν και δίνουν ζωή σε αυτό νεκροταφείο ενδιαφέροντος και πιθανότατα να είναι το μοναδικό θετικό σημείο σε όλη αυτή τη μουντή εικόνα που σχηματίζεται μπροστά μου, παρά τη χρήση μιας άκρως καλοκαιρινής παλέτας.

και φυσικά εγώ. ομολογουμένως ο χειρότερος όλων. ένα χαμένο κορμί που χαζεύει το μοναδικό φοινικόδεντρο στην αυλή του ξενοδοχείου, που τυγχάνει να βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο δωμάτιό μου.

μπορεί να σας φανεί αστείο, αλλά απ' όλα τα άτομα που με περικυκλώνουν, το φοινικόδεντρο αυτό είναι το μοναδικό πράγμα με το οποίο δείχνω να βρίσκω λίγο κοινό έδαφος μαζί του. είμαστε και οι δύο σε ένα μέρος μακριά από τον τόπο καταγωγής μας και μοιάζουμε να μην έχουμε τη παραμικρή σχέση με όλα όσα μας περιβάλλουν.

κοιτάζω το φοινικόδεντρο και χαζογελάω λιγάκι μόνος μου και γυρίζω το κεφάλι και βλέπω τον τύπο με το λουλουδένιο πουκάμισο να χαμογελάει και εκείνος μαζί μου. προτάσσει τον αντίχειρά του και μου κάνει thumbs up, υποθέτω ως μορφή χαιρετισμού και κουνάει το κεφάλι του αδιάκοπα με τη μουσική που υποθέτω ότι παίζει αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι του.

τι λόγο μπορεί να έχει αυτός ο περίεργος τύπος για να είναι χαρούμενος?

ξέρω, ξέρω: η δίμετρη καλλονή.

αλλά μέχρι να εκπέμψει το τριήμερο, ο τραπεζικός του λογαριασμός θα είναι διψήφιος.

αρκεί άραγε λίγος ενοικιαζόμενος έρωτας για να προσφέρει την ευτυχία που όλοι μας αναζητάμε? μήπως ζητάμε πολλά να ψάχνουμε για κάτι που κρατά περισσότερα από 72 ώρες? όλα εύλογα ερωτήματα που ταλανίζουν τις σκέψεις μου.

υποθέτω ότι είναι εύκολο να κρίνεις κάποιον όταν δεν είσαι εσύ εκείνος πιασμένος στα δίχτυα ενός προσωρινού έρωτα.

"εγώ νόμισα πως ήσουν περαστικός?"

αναπηδάω μεσα στη καρέκλα μου και γυρίζω από την άλλη πλευρά. μπροστά μου στέκεται εκείνη. η γυναίκα από την κάβα. αν έχει μαζί της και μερικά μπουκάλια ρούμι τότε αυτό θα ήταν ένα αποδεκτό μήνυμα από τα ουράνια.

"είπα να μείνω λιγάκι..."

χαμογελάω σαν σχολιαρόπαιδο.

και κοκκινίζω σαν ένα που το έπιασες να κάνει άτακτες σκέψεις.

"το ήξερα ότι θα σε κερδίσει η γοητεία του μικρού μας παραδείσου."

δείχνει να αντιλαμβάνεται την ειρωνία στο σχόλιό της και χαμογελάμε και οι δύο.

"τι λες? θα με αφήσεις να περάσω?"

κουνάει το κεφάλι της προς την είσοδο του δωματίου μου κι εγώ κοκκινίζω ακόμη περισσότερο.

"γιατί?"

ανεμίζει τα χέρια της μπροστά της και μόνο τότε χαμηλώνω το βλέμμα μου από τα μάτια της και παρατηρώ το καροτσάκι γεμάτο με καθαριστικά που υπάρχει εκεί.

"α... ναι... εσύ... θες να... ναι... αμέσως!"

"αμέσως?"

"ναι! χαχ! αμέσως!"

το δωμάτιο ίσως μετά από πολλή προσπάθεια να καθαριστεί. το μυαλό μου ποτέ.