72 ώρες στη μέση του πουθενά (μέρος τρίτο)
ένας περίεργος κρότος με ξυπνάει απότομα. το βλέμμα μου οδηγείται προς το παράθυρο για να δω πόσο φως μπαίνει μέσα μήπως καταφέρω να προσδιορίσω περίπου τι ώρα είναι.
ξημερώνει.
κι εγώ σκουπίζω το σάλιο μου που έχει γεύση ρούμι από το μάγουλό μου που έχει σημαδευτεί από το σχέδιο που έχει το σκέπασμα του κρεβατιού και πάνω του έχει σχηματιστεί η αλληλουχία από λουλουδάκια που το κοσμεί.
το δωμάτιο είναι βυθισμένο σε ένα δροσερό μπλε, το οποίο είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσει να μετατρέπεται σε μια πορτοκαλί κόλαση.
πατάω μέσα στη ζούγκλα από σημειώσεις που σκεπάζουν το κρεβάτι και σηκώνομαι ξεκολλώντας κάποιες από αυτές από τις ιδρωμένες μου γάμπες και πλησιάζω το παράθυρο. η αυλή είναι ακόμα άδεια. όλοι κοιμούνται. με εξαίρεση φυσικά τον γεράκο ο οποίος στέκεται προσοχή σε μια άκρη της αυλής, μοιάζοντας περισσότερο με κέρινο ομοίωμα παρά με ζωντανό ον.
το μάτι μου σκανάρει τα υπόλοιπα δωμάτια και σε ένα από τα μπαλκόνια κάθεται λιωμένος σε μια χαμηλή καρέκλα ένας φαλακρός μεσήλικας με μουστάκι, φορώντας μονάχα μια λευκή φανέλα και ένα σλιπάκι και ροχαλίζει ρυθμικά.
είναι τόσο νωρίς που ούτε τα πουλιά δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα. μερικές τρίχες πέφτουν από τον κορμό του μοναδικού φοινικόδεντρου που υπάρχει στην αυλή και το μάτι μου ακολουθεί την αργή πτώση τους στη πισίνα.
ξαφνικά ακούγεται ένας κρότος. συνοδεύεται από τα γέλια νεαρών κοριτσιών. ο κύριος με το σλιπάκι ανοίγει τα μάτια και κοιτά γύρω του και σύντομα ξαναπέφτει για ύπνο νομίζοντας ότι θα ήταν απλά όνειρο. ο γεράκος ατάραχος.
γυρνάω την πλάτη μου προς το παράθυρο και κοιτάζω το δωμάτιο. είναι ένα αχούρι. και αυτό δεν οφείλεται μονάδα στην ύπαρξη μου μέσα σε αυτό. αφού σηκώσω τα άδεια μπουκάλια πάνω από το κρεβάτι και τα βάλω στην άκρη ρίχνω μια ματιά στις σημειώσεις.
οι περισσότερες από αυτές είναι ακαταλαβίστικες. σαν να τις έγραψε κάποιος δαιμονισμένος. ο μεγαλύτερος μου Γολγοθάς είναι να έρθω σε επαφή με τον μεθυσμένο, αποτελειωμένο εαυτό μου που γράφει τα βράδια και να με βοηθήσει να καταλάβω τι προσπαθεί να μου πει.
πολλοί νομίζουν ότι όταν κάποιος γράφει κάτι, δημιουργεί ασταμάτητα. η αλήθεια δε θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από αυτό όμως. η μισή δουλειά αφορά το να ταξινομείς όσα έγραψες. να προσπαθήσεις να δεις που κολλάει αυτό το κείμενο. γιατί γράφτηκε? ποιος είναι ο σκοπός του?
και στη προκειμένη περίπτωση: τι διάολο προσπαθεί να πει αυτός ο μπεκρής που τα έγραψε όλα αυτά?
περνάω ώρες συνθέτοντας το παζλ από όλες τις σημειώσεις μου, μη έχοντας επαφή με τον έξω κόσμο. κάποιος χτυπάει την πόρτα και ακούγεται μια φωνή απ' έξω. είναι καμαριέρα. της φωνάζω δυνατά να φύγει.
θα κάνω το ίδιο μετά από δεκαπέντε λεπτά.
και ξανά μετά από μισή ώρα.
οι προσπάθειές της να με φέρει πίσω στη γη θα αποβούν άκαρπες. αυτή τη στιγμή "επιπλέω."
η λέξη αυτή είναι εκείνη που περιγράφει καλύτερα απ' οτιδήποτε την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
τα πόδια μου δεν αγγίζουν τη γη και το μυαλό μου δεν απασχολείται από γήινα πράγματα.
η ανικανότητά μου να αποκρυπτογραφήσω όλα όσα έγραφα υπό την επήρεια αλκοόλ με ωθεί να συμπληρώσω τα κενά και μη θέλοντας να ακουμπήσω όλα όσα έχω βάλει προσεκτικά σε σειρά πάνω στο κρεβάτι, ξαπλώνω μπρούμυτα στο πάτωμα και ξεκινάω να γεμίζω τα κενά.
σαν ένα μικρό παιδί που παίζει ανέμελα με τις κηρομπογιές του, χρωματίζοντας έξω από τις γραμμές από το σχέδιο χωρίς να το ενδιαφέρει. έτσι κι εμένα δεν με ενδιαφέρει που κάθε τρεις και λίγο περνάνε κατσαρίδες από δίπλα μου ή αυτά που βλέπω όταν το βλέμμα μου πάει κάτω από το κρεβάτι.
δεν με ενδιαφέρει.
ούτε αυτό, ούτε η ζέστη, ούτε οι κρότοι, ούτε τα χτυπήματα της πόρτας, ούτε η μοναξιά, ούτε τίποτα. γιατί όλα αυτά είναι πράγματα που συμβαίνουν κάτω στη γη.
κι εγώ δεν είμαι εκεί.
γιατί επιπλέω.